πικρ(ο)-

πικρ(ο)-
ΝΜΑ
α' συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β' συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα, πικροθάλασσα), δύστροπο, κακό, δηκτικό, σκληρό, φθονερό (πρβλ. πικροαίματος, πικρόκαρδος, πικρομύτης, πικρόχολος). Από το επίθ. πικρός, τέλος, έχουν σχηματιστεί αρκετοί ξεν. επιστημονικοί όροι τής χημικής ορολογίας που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (πρβλ. πικροκροκίνη < αγγλ. picrocrocine, πικρόλιθος < αγγλ. picrolite, πικρομερίτης < αγγλ. picromerite).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πικρόγλωσσος, πικρόχολος
αρχ.
πικρόγαμος, πικρολόγος, πικρόλωτος, πικρόνους
αρχ.-μσν.
πικρόκαρπος, πικροποιός
μσν.
πικρογόνος, πικρόθυμος, πικροκακοπαθώ, πικρόπονοι, πικρόποτος, πικροστάλακτος, πικροφαγία, πικροφόρος, πικρόφρουρος, πικρόφυλλος
νεοελλ.
πικραγαπημένος, πικραγγουριά, πικραμύγδαλο, πικράντερος, πικροαίματος, πικροβάσανα, πικρογέλαστος, πικρόγελος, πικρόγλυκος, πικροδάφνη, πικρόδεντρο, πικροθάλασσα, πικρόθαμνος, πικροθάνατος, πικρόκαρδος, πικροκαστανιά, πικροκλάδα, πικροκλαίω, πικροκούκι, πικροκυματούσα, πικρολιά, πικρολόδι, πικρόλογα, πικρομάρουλο, πικρόμηλο, πικρομύτης, πικρόξυλο, πικροπηγη, πικροπύρηνος, πικροράδικο, πικροσταφίδα, πικροτραγουδώ, πικροφέρνω, πικρόχαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεάς — νεάς, ἡ (Α) νέα, νεαρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. άς (πρβλ. λεπρ άς, πικρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • πικράντερος — η, ο, Ν κακόψυχος, άσπλαγχνος 2. εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + άντερο / έντερο] …   Dictionary of Greek

  • πικραγαπημένος — η, ο, Ν αγαπημένο πρόσωπο τού οποίου οι περιπέτειες ή ο θάνατος προκαλούν πίκρα, ψυχική οδύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + αγαπημένος] …   Dictionary of Greek

  • πικραδένας — ο, Ν βοτ. γένος φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο) * + αδένας] …   Dictionary of Greek

  • πικροαίματος — η, ο, Ν δύστροπος και αντιπαθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + αίματος (< αἷμα, ατος), πρβλ. γλυκο αίματος] …   Dictionary of Greek

  • πικρογέλαστος — η, ο, Ν αυτός που γελάει με κακία ή δηκτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γελώ] …   Dictionary of Greek

  • πικρογόνος — ον, Μ αυτός που γεννάει πίκρες («πικρογόνοι πηγαὶ ἀπιστίας», Κοσμ. Ιερ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πικροκακοπαθώ — έω, Μ παθαίνω πικρά και κακά παθήματα, υφίσταμαι μεγάλες και επώδυνες συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + κακοπαθῶ] …   Dictionary of Greek

  • πικροκλαίω — Ν κλαίω πικρά, θρηνώ με βαθύτατη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + κλαίω] …   Dictionary of Greek

  • πικροκροκίνη — η, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, ετερογλυκοζίτης, που αποτελεί το πικρό συστατικό τού κρόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picrocrocine < πικρ(ο)* + κροκίνη (< κρόκος, βλ. λ. κρόκινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”